- μαρκάλισμα
- το покрытие (овец, коз)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαρκάλισμα — ατος, το [μαρκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρκαλίζω, η σεξουαλική επαφή ζώων και ιδίως γιδιών και προβάτων, η οχεία, το βάτεμα … Dictionary of Greek
μαρκάλισμα — το 1. η σεξουαλική επαφή των τράγων και των κριαριών, το βάτεμα. 2. η εποχή γονιμοποίησης πρόβατων και γιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχεία — (I) η (Α ὀχεία) [οχεύω] (για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα αρχ. 1. (για φυτά) γονιμοποίηση. (II) ὀχεία, ἡ (Α) [οχώ] (ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η… … Dictionary of Greek